Διερεύνηση Αιματολογικών Νεοπλασιών
Η διερεύνηση αιματολογικών νεοπλασιών πραγματοποιείται με τεχνικές κλασσικής κυτταρογενετικής, μοριακής κυτταρογενετικής (FISH) και μοριακής βιολογίας.
Η διερεύνηση αιματολογικών νεοπλασιών πραγματοποιείται με τεχνικές κλασσικής κυτταρογενετικής, μοριακής κυτταρογενετικής (FISH) και μοριακής βιολογίας.
Η Οξεία Μυελογενής Λευχαιμία είναι μια ετερογενής νόσος με βάση τα κλινικά, μορφολογικά και γενετικά χαρακτηριστικά της. Η νόσος καταλήγει στην κλωνική εξάπλωση βλαστών της μυελώδους σειράς στο περιφερικό αίμα, στον μυελό των οστών και σε άλλους ιστούς.
Η standard διερεύνηση κατά τη διάγνωση του ασθενούς περιλαμβάνει την λήψη δείγματος μυελού με παρακέντηση και την μορφολογική ανάλυση αυτού (μυελόγραμμα), τον ανοσοφαινότυπο και τις γενετικές αναλύσεις.
H ΟΜΛ χαρακτηρίζεται από συχνά επανερχόμενες χρωμοσωματικές μεταθέσεις και αναστροφές, κάθε μια με ιδιαίτερα κλινικά, ανοσοφαινοτυπικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά και συνεπώς με ιδιαίτερη προγνωστική αξία. Πέραν αυτών, μεταλλάξεις συγκεκριμένων γονιδίων (FLT3, NPM1, CEBPA, WT1, KIT, MLL, NRAS, KRAS) έχουν ιδιαίτερη προγνωστική αξία κυρίως στην ΟΜΛ με φυσιολογικό καρυότυπο.
Η Οξεία Λεμφοβλαστική Λευχαιμία μπορεί να είναι Β-κυτταρικής προέλευσης και σπανιότερα Τ-κυτταρικής προέλευσης.
Η Β-Οξεία Λεμφοβλαστική Λευχαιμία αποτελεί κακοήθεια χαρακτηριζόμενη από τον έντονο πολλαπλασιασμό ανώριμων Β-λεμφοκυττάρων. Τα Β-λεμφοκύτταρα κατακλύζουν το μυελό των οστών και παρεμποδίζουν την ομαλή παραγωγή ερυθροκυττάρων, λευκοκυττάρων και αιμοπεταλίων.
Η Β-ΟΛΛ εμφανίζεται πιο συχνά σε παιδιά, ιδιαίτερα ηλικίας 2 ως 5 ετών και είναι η πιο συχνή μορφή παιδικού καρκίνου. Εντούτοις, η Β-ΟΛΛ αποτελεί θεραπεύσιμη μορφή καρκίνου με ποσοστά επιβίωσης στα παιδιά πάνω από 90%.
Σύμφωνα με το National Cancer Intelligence Network (NCIN), το 70% των ασθενών με Β-ΟΛΛ έχουν ποσοστά επιβίωσης περισσότερο του 70% για 5 ή περισσότερα χρόνια.
Η διάγνωση της Β-ΟΛΛ βασίζεται σε εκτιμήσεις της μορφολογίας, της κυτταρομετρίας ροής, του ανοσοφαινοτύπου και των κυτταρογενετικών-μοριακών αναλύσεων. Κυτταρογενετικές ανωμαλίες ανιχνεύονται στη μεγάλη πλειοψηφία των ΟΛΛ περιστατικών, σε πολλές περιπτώσεις δε, αυτές καθορίζουν οντότητες με μοναδικά φαινοτυπικά και προγνωστικά χαρακτηριστικά. Η ανίχνευση της ελάχιστης υπολειπόμενης νόσου (ΕΥΝ) και η ποσοτικοποίησή της έχουν αποδειχθεί πολύτιμα εργαλεία για τις θεραπευτικές επιλογές.
MLPA
To MLPA (Multiplex ligation-dependent probe amplification=πολλαπλή ενίσχυση ανιχνευτών με τη χρήση της λιγάσης) είναι μια μέθοδος της μοριακής βιολογίας η οποία χρησιμοποιεί ανιχνευτές που στοχεύουν σε ειδικές γενομικές περιοχές και επιτρέπει την ταυτόχρονη ανίχνευση μικροελλειμμάτων/μικροδιπλασιασμών του γονιδιώματος, δηλαδή αλλοιώσεων του γονιδιώματος που δεν είναι ορατές με το κλασικό καρυότυπο.
Η συγκεκριμένη δοκιμασία MLPA ανιχνεύει ελλείμματα/διπλασιασμούς των γονιδίων EBF1, IKZF1, CDKN2A, CDKN2B, PAX5, ETV6, BTG1, RB1 και της περιοχής PAR1.
Μερικά ή ολικά ελλείμματα του γονιδίου IKZF1 (IKAROS family zinc finger 1) ανιχνεύονται συχνά σε ασθενείς με Β-ΟΛΛ, ειδικά σε αυτούς που είναι BCR/ABL1 θετικοί. Ελλείμματα του IKZF1 σχετίζονται με δυσμενή πρόγνωση του ασθενούς.
Ελλείμματα/διπλασιασμοί των γονιδίων PAX5, ETV6, RB1, BTG1, EBF1 και CDKN2A/2B έχουν επίσης παρατηρηθεί σε πολλές περιπτώσεις ασθενών με B-ΟΛΛ.
Δεδομένα από την ανάλυση αυτή είναι δυνατόν να συμβάλλουν στον καθορισμό κλινικά σημαντικών υποκατηγοριών ΟΛΛ με ιδιαίτερη πρόγνωση.
Η συγκεκριμένη δοκιμασία MLPA ανιχνεύει διπλασιασμούς, ελλείμματα, ενίσχυση αλληλουχιών στο χρωμόσωμα 21 που εμφανίζονται συχνά σε ασθενείς με ΟΛΛ όπως επίσης και με ΜΔΣ και ΟΜΛ.
Ευρήματα από την ανάλυση αυτή μπορεί να χρησιμεύσουν στον καθορισμό κλινικά σημαντικών υποκατηγοριών ΟΛΛ ώστε να γίνει σωστότερα ο υπολογισμός του κινδύνου και η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.
ABL1 ASXL1 BRAF CALR CBL CEBPA CSF3R DNMT3A ETV6 EZH2 FLT3 HRAS IDH1 IDH2 JAK2 KIT KRAS MPL NPM1 NRAS PRF1 PTPN11 RUNX1 SETBP1 SF3B1 TET2 TP53 WT1.
Τα νεοπλάσματα των πλασματοκυττάρων προκύπτουν από την ανάπτυξη ενός κλώνου διαφοροποιημένων Β λεμφοκυττάρων τελικού σταδίου τα οποία εκκρίνουν ένα μονόκλωνο αντίσωμα που ονομάζεται Παραπρωτεΐνη ή Μ πρωτεΐνη.
Στα νεοπλάσματα των πλασματοκυττάρων περιλαμβάνονται το Πολλαπλό Μυέλωμα, το Πλασματοκύττωμα, η Πρωτοπαθής Αμυλοείδωση αλλά και πρόδρομες μορφές αυτών όπως η Μονοκλωνική Γαμμαπάθεια Αδιευκρίνιστης Σημασίας.
H Waldenstrom Μακροσφαιριναιμία είναι ένα μυελοϋπερπλαστικό νόσημα με χαρακτηριστικά τόσο λεμφώματος όσο και Πολλαπλού Μυελώματος.
Το FISH στις περιπτώσεις ασθενών με Πολλαπλό Μυέλωμα εφαρμόζεται σε πυρήνες απομονωμένων πλασματοκυττάρων. Η απομόνωση των πλασματοκυττάρων επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικού αντισώματος και μαγνητικών μικροσφαιριδίων.
H ΧΛΛ αποτελεί την πιο κοινή μορφή λευχαιμίας των ενηλίκων στο Δυτικό κόσμο και είναι μια εξαιρετικά ετερογενής γενετικά και κλινικά νόσος.
Η ΧΛΛ χωρίζεται σε δύο βασικές διαγνωστικές υπομάδες με βάση τις σωματικές υπερμεταλλάξεις των γονιδίων της μεταβλητής περιοχής της βαρέας αλύσου των ανοσοσφαιρινών. Η απουσία υπερμεταλλάξεων σχετίζεται με δυσμενή πρόγνωση του ασθενούς και ταχύτερη εξέλιξη της νόσου.
Στις πιο συχνές χρωμοσωματικές ανωμαλίες και άλλες αλλαγές του γονιδιώματος συγκαταλέγονται οι del(17p), del(11q),+12, del(13q), μεταλλάξεις των NOTCH1, SF3B1, ATM, TP53. Οι del(17p) και del(11q) σχετίζονται με πολύ κακή πρόγνωση, η +12 είναι ενδιάμεσου κινδύνου ενώ η del(13q) θεωρείται δείκτης καλής πρόγνωσης.
Οι μεταλλάξεις κάποιων γονιδίων ‘οδηγών’ (πχ TP53 και ATM) σχετίζονται με δυσμενή κλινικά αποτελέσματα ενώ οι αναφορές για την προγνωστική αξία κάποιων άλλων γονιδίων ποικίλουν (πχ NOTCH1 και SF3B1).
ABL1 ASXL1 BRAF CALR CBL CEBPA CSF3R DNMT3A ETV6 EZH2 FLT3 HRAS IDH1 IDH2 JAK2 KIT KRAS MPL NPM1 NRAS PRF1 PTPN11 RUNX1 SETBP1 SF3B1 TET2 TP53 WT1.
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (Myelodysplastic syndromes-MDS) είναι μια κατηγορία κλωνικών νεοπλασμάτων του μυελού των οστών χαρακτηριζόμενη από αναποτελεσματική αιμοποίηση. Τα αιμοποιητικά κύτταρα παρουσιάζουν δυσπλασία και περιφερικά παρατηρείται κυτταροπενία η οποία αφορά μία, δύο ή και τις τρεις κυτταρικές σειρές. Οι ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΟΜΛ.
Κλωνικές κυτταρογενετικές ανωμαλίες παρατηρούνται στο 50% των ασθενών με MDS και μαζί με τα ευρήματα των μοριακών αναλύσεων παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πρόγνωσης της νόσου. Έτσι, ο σύμπλοκος καρυότυπος (>3 χρωμοσωματικές ανωμαλίες) σχετίζεται με μη ευνοϊκή πρόγνωση, το μεμονωμένο 5q- παρατηρείται σε ασθενείς με καλή κλινική πορεία και αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερη κατηγορία στην ταξινόμηση των MDS και θεραπευτικός στόχος, μεταλλάξεις του TP53 έχουν δυσμενή πρόγνωση κτλ
ABL1 ASXL1 BRAF CALR CBL CEBPA CSF3R DNMT3A ETV6 EZH2 FLT3 HRAS IDH1 IDH2 JAK2 KIT KRAS MPL NPM1 NRAS PRF1 PTPN11 RUNX1 SETBP1 SF3B1 TET2 TP53 WT1.
ABL1 ASXL1 BRAF CALR CBL CEBPA CSF3R DNMT3A ETV6 EZH2 FLT3 HRAS IDH1 IDH2 JAK2 KIT KRAS MPL NPM1 NRAS PRF1 PTPN11 RUNX1 SETBP1 SF3B1 TET2 TP53 WT1.
Αποτελούν 4 ξεχωριστές κατηγορίες με κοινά χαρακτηριστικά με μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσματα και συνήθως εμφανίζουν ηωσινοφιλία. Τα νεοπλάσματα αυτής της κατηγορίας χαρακτηρίζονται από το σχηματισμό ενός υβριδικού γονιδίου που κωδικοποιεί για μια ανώμαλη κινάση της τυροσίνης.
ABL1 ASXL1 BRAF CALR CBL CEBPA CSF3R DNMT3A ETV6 EZH2 FLT3 HRAS IDH1 IDH2 JAK2 KIT KRAS MPL NPM1 NRAS PRF1 PTPN11 RUNX1 SETBP1 SF3B1 TET2 TP53 WT1.
Το λέμφωμα είναι μια αιματολογική κακοήθεια που προσβάλλει τους λεμφαδένες. Υπάρχουν 2 κατηγορίες λεμφωμάτων: τo λέμφωμα Hodgkin που προσβάλλει άτομα μικρότερων ηλικιακών ομάδων και τα μη-Hodgkin λεμφώματα που είναι η πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια των ενηλίκων.
Τα μη-Hodgkin λεμφώματα (NHL) μπορεί να είναι χαμηλού, ενδιάμεσου ή υψηλού βαθμού κακοήθειας, ενώ η πρόγνωση και η κλινική τους πορεία είναι εξαιρετικά μεταβλητές. Τα NHL αφορούν κυρίως τα Β λεμφοκύτταρα μιας και τα λεμφώματα των Τ λεμφοκυττάρων είναι εξαιρετικά σπάνια.
Οι γενετικές ανωμαλίες έχουν αναδειχθεί ως ένας από τους σημαντικότερους προγνωστικούς δείκτες στα λεμφώματα Β-κυττάρων. Αρκετές χρωμοσωμικές ανωμαλίες και παραλλαγές αυτών των ανωμαλιών έχουν συσχετιστεί με διάφορους τύπους λεμφωμάτων π.χ. το Λέμφωμα Burkitt με το υβριδικό γονίδιο IGH/MYC ή άλλη αναδιάταξη του MYC, το Λέμφωμα μανδύα με το υβριδικό γονίδιο IGH/CCND1, το οζώδες λέμφωμα με το υβριδικό γονίδιο IGH/BCL2, το DLBCL ή το
Burkitt-like 'double-hit' λέμφωμα με αναδιατάξεις των γονιδίων BCL6, BCL2, MYC, IGH .
Η μέθοδος του in situ φθορίζοντος υβριδισμού (FISH) επιτρέπει την ανίχνευση αυτών των ανωμαλιών σε δείγματα μυελού των οστών και σε δείγματα λεμφαδένων με μορφή παραφινοποιημένου ιστού (FFPE).
To λέμφωμα Μανδύα (Mantle Cell lymphoma-MCL) αποτελεί το 3-10% των μη-Hodgkin λεμφωμάτων.
Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις MCL παρατηρείται αναδιάταξη του γονιδίου CCND1, συνήθως με τη μετάθεση t(11;14)(q13;q32) από την οποία προκύπτει το υβριδικό γονίδιο IGH/CCND1.
Σε πολλές περιπτώσεις επίσης παρατηρούνται δευτερεύουσες χρωμοσωματικές αναδιατάξεις, όπως διπλασιασμοί των περιοχών 3q26, 8q24, ελλείμματα των περιοχών 6q23-q27, 13q14-q34 τρισωμία 12. Σπάνια παρατηρείται η μετάθεση t(8;14) IGH/MYC, όπως και η αναδιάταξη του BCL6 που σχετίζονται με επιθετική κλινική πορεία της νόσου. Σε πολλούς ασθενείς με MCL συναντάμε μεταλλάξεις των γονιδίων TP53 και ΑΤΜ καθώς και μικροελλείμματα του RB1.
Το Οζώδες λέμφωμα (Follicular lymphoma-FL) αποτελεί το 20% των μη-Hodgkin λεμφωμάτων.
Η μετάθεση t(14;18)(q23;q21) κατά την οποία αναδιατάσσεται το BCL2 χαρακτηρίζει γενετικά το FL.
Συχνά στα FL παρατηρούνται αναδιατάξεις του γονιδίου BCL6. Σε σπάνιες περιπτώσεις τα FL φέρουν τη μετάθεση t(8;14) ή παραλλαγές της ταυτόχρονα με τη μετάθεση t(14;18).
Το Διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β Λεμφοκύτταρα (Diffuse large B-cell lymphoma-DLBCL) αποτελεί το 25-30% των μη-Hodgkin λεμφωμάτων στις Δυτικές χώρες με ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά στις αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι μια ετερογενής νόσος που μπορεί είτε να εμφανιστεί de novo είτε να προέλθει από την ιστολογική εξέλιξη κάποιου άλλου, πιο ήπιου λεμφώματος, συχνότερα του Οζώδους λεμφώματος και της Χρόνιας Λεμφοβλαστικής Λευχαιμίας.
Περίπου το 30% των περιπτώσεων DLBCL περιλαμβάνουν αναδιατάξεις του BCL6 γονιδίου. Μεταθέσεις του BCL2 παρατηρούνται στο 20-30% των ασθενών ενώ σε ένα 10% εμφανίζονται αναδιατάξεις του MYC. Σε ένα σημαντικό ποσοστό MYC θετικών ασθενών, η MYC αναδιάταξη συνυπάρχει με την IGH/BCL2 ή/και με τη BCL6 αναδιατάξεις (B-cell lymphomas, unclassified with features intermediate between DLBCL and BL).
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη 4η WHO ταξινόμηση 2017, λεμφώματα μεγάλων Β λεμφοκυττάρων που φέρουν αναδιατάξεις του γονιδίου IRF4 αποτελούν μια νέα οντότητα με ιδιαίτερα κλινικά, ανοσοφαινοτυπικά και γενετικά χαρακτηριστικά (LBCL with IRF4 rear- rangement) και αναλογούν για το 0,05% των DLBCL.
Το Αναπλαστικό λέμφωμα (ALK-positive large B-cell lymphoma) είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο BLBCL λέμφωμα (<1% των DLBCL) με επίσης διακριτά χαρακτηριστικά, που φέρει αναδιατάξεις του γονιδίου ALK.
To λέμφωμα Burkitt παρουσιάζει 3 κλινικές παραλλαγές: την ενδημική, τη σποραδική και τη σχετιζόμενη με ανοσοανεπάρκεια. Το ενδημικό Burkitt σχετίζεται με τη χρόνια ελονοσία και τον ιό Epstein-Barr. To σποραδικό Burkitt είναι η πιο συχνή παραλλαγή στις Δυτικές χώρες και προσβάλει κυρίως παιδιά και νέους.
Οι περισσότερες περιπτώσεις Burkitt φέρουν μεταθέσεις του MYC με τη βαριά αλυσίδα των ανοσοσφαιρινών (IGH) και λιγότερο συχνά με τις ελαφρές αλυσίδες (IGK και IGL).
Το λέμφωμα Οριακής Ζώνης τύπου MALT αποτελεί το 7-8% των λεμφωμάτων Β κυττάρων και το 50% των γαστρικών λεμφωμάτων.
Στις χρωμοσωματικές μεταθέσεις που σχετίζονται με το λέμφωμα MALT περιλαμβάνονται η t(11;18)(q21;q21) API2/MALT1 κυρίως στο MALT λέμφωμα του στομάχου και του πνεύμονα, η t(1;14)(p22;q32) BCL10/IGH, η t(14;18)(q32;q21) IGH/MALT1 κυρίως στο MALT λέμφωμα του οφθαλμού και των σιελογόνων αδένων και η t(3;14)(p14.1;q32) FOXP1/IGH κυρίως στο MALT λέμφωμα του θυρεοειδούς, του οφθαλμού και του δέρματος. Οι αριθμητικές χρωμοσωματικές ανωμαλίες είναι επίσης αρκετά συχνές, κυρίως οι τρισωμίες 3 και 18.
Αναζήτηση