Πολλά καρδιολογικά νοσήματα μπορεί να είναι γενετικά, που σημαίνει ότι η ασθένεια εμφανίζεται στην οικογένεια και κληρονομείται από τη μια γενιά στην άλλη. Αυτές οι γενετικές καρδιακές παθήσεις μπορεί να είναι: μυοκαρδιοπάθειες που είναι διαταραχές που επηρεάζουν το μυοκάρδιο, διαυλοπάθειες, δηλαδή παθήσεις των καναλιών διόδου ιόντων των καρδιακών κυττάρων, οι οποίες οδηγούν σε καρδιακές αρρυθμίες και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο καθώς και άλλες παθήσεις, όπως η οικογενής υπερχοληστερολαιμία που μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση στεφανιαίας νόσου και εμφράγματος του μυοκαρδίου. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι διαυλοπάθειες και οι μυοκαρδιοπάθειες μπορούν να προκαλέσουν αιφνίδιο καρδιακό θάνατο ακόμη και σε νεαρά άτομα.
Ο γενετικός καρδιολογικός έλεγχος παίζει σημαντικό ρόλο στη διάγνωση, την πρόληψη καθώς και τη θεραπεία μέσω της εξατομικευμένης ιατρικής και της φαρμακογενετικής. Άτομα που παρουσιάζουν την ίδια νόσο (φαινότυπος) δε χρήζουν απαραιτήτως της ίδιας θεραπείας. Την πρέπουσα θεραπεία, αυτή που προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα, την καθορίζει το γενετικό τους προφίλ, δηλαδή τα γονίδιά τους (γονότυπος). Επιπλέον, ο γενετικός καρδιολογικός έλεγχος μπορεί να εντοπίσει μια νόσο πριν καν εμφανιστούν τα συμπτώματά της (με βάση το οικογενειακό ιστορικό). Συνεπώς, το άτομο παρακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του προσφέροντάς του έτσι καλύτερη ποιότητα ζωής μιας και σε πολλές περιπτώσεις έχει πρόσβαση σε νέες θεραπείες. Ο γενετικός λειτουργεί συμπληρωματικά του κλινικού καρδιολογικού ελέγχου και αρκετά συχνά, τον ολοκληρώνει.
Ο γενετικός καρδιολογικός έλεγχος προτείνεται σε άτομα που: